- τοπογραφώ
- (ε) με составлять топографическую карту (местности); производить топографическую съёмку (местности)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοπογραφώ — έω, ΝΜΑ [τοπογράφος] νεοελλ. συντάσσω τοπογραφικό χάρτη μιας περιοχής μσν. αρχ. περιγράφω έναν τόπο αρχ. καθορίζω τη θέση ενός τόπου … Dictionary of Greek
τοπογραφώ — τοπογράφησα, τοπογραφήθηκα, τοπογραφημένος 1. συντάσσω τον τοπογραφικό χάρτη περιοχής: Τοπογραφήθηκε ο νομός. 2. ασχολούμαι με τοπογραφικές εργασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοπογραφῶ — τοπογραφέω describe a place pres subj act 1st sg (attic epic doric) τοπογραφέω describe a place pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)